- ἀπιόντι
- ἄπειμι 1sumpres part act masc/neut dat sg (doric)ἄπειμι 2ibopres part act masc/neut dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
τὠπιόντι — ἀπιόντι , ἄπειμι 1 sum pres part act masc/neut dat sg (doric) ἀπιόντι , ἄπειμι 2 ibo pres part act masc/neut dat sg ἐπιόντι , ἔπειμι 1 sum pres part act masc/neut dat sg (doric) ἐπϊόντι , ἔπειμι 1 sum pres part act masc/neut dat sg ἐπιόντι ,… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπιόντ' — ἀπιόντα , ἄπειμι 1 sum pres part act masc acc sg (doric) ἀπιόντα , ἄπειμι 1 sum pres part act neut nom/voc/acc pl (doric) ἀπιόντι , ἄπειμι 1 sum pres part act masc/neut dat sg (doric) ἀπιόντε , ἄπειμι 1 sum pres part act masc/neut nom/voc/acc… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οφθαλμιώ — (Α ὀφθαλμιῶ, άω) [οφθαλμία] πάσχω από οφθαλμία («ἐντυχών τινι ὀφθαλμιῶντι ἀνθρώπῳ ἀπιόντι ἐξ ἰατρείου», Ξεν.) αρχ. 1. βλέπω με φθόνο την ευτυχία τού άλλου 2. αισθάνομαι ζηλοτυπία για κάποιον … Dictionary of Greek
συνεκπίπτω — Α [ἐκπίπτω] 1. εκβάλλομαι, απορρίπτομαι συγχρόνως 2. εκτρέπομαι από την ευθεία οδό μαζί με κάποιον 3. εξορίζομαι μαζί με κάποιον 4. διασκορπίζομαι, εξαφανίζομαι («ἀτμὸς συνεκπίπτει ἀπιόντι τῷ θερμῷ», Πλούτ.) 5. εξορμώ μαζί με άλλον εναντίον… … Dictionary of Greek